- φινίρω
- Ν1. τελειώνω κάτι2. υποβάλλω κάτι σε τελική επεξεργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finire «τελειώνω» < λατ. finio < finis «τέλος, όριο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φινίρω — φινίρισα (λ. ιταλ.), τελειώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φινίρισμα — το, Ν [φινίρω] 1. τελείωμα 2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασία («φινίρισμα υφασμάτων») 3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος … Dictionary of Greek